- ευπρόσωπος
- -η, -ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, -ον)1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.)2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση»)αρχ.1. αυτός που έχει φαιδρό, γελαστό πρόσωπο2. ο φαινομενικά καλός, προσποιητός, πλαστός3. αυτός που έχει νομική υπόσταση.επίρρ...ευπροσώπως (Α εὐπροσώπως)νεοελλ.με ευπρόσωπο τρόπο, με αξιοπρέπειαμσν.-αρχ.προσποιητά, με τρόπο επιφανειακά καλόαρχ.1. με φιλικό τρόπο, φιλικά2. με ορθό, ταιριαστό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, δι-πρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.